private account - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

private account - translation to ρωσικά


private account         
AMERICAN THOROUGHBRED RACEHORSE
счёт частного лица или фирмы
private account         
AMERICAN THOROUGHBRED RACEHORSE
счёт частного лица или фирмы (в отличие от счёта государственного учреждения)
control account         
ACCOUNT IN THE GENERAL LEDGER FOR WHICH A CORRESPONDING SUBSIDIARY LEDGER HAS BEEN CREATED, ALLOWING FOR TRACKING TRANSACTIONS WITHIN THE CONTROLLING ACCOUNT IN MORE DETAIL
Control Account; Control account

бухгалтерский учет

синтетический [контрольный] счет (на котором учитываются суммированные данные с индивидуальных (аналитических) счетов; сальдо по данному счету должно совпадать с суммой остатков по соответствующим вспомогательным (аналитическим) счетам)

синоним

controlling account

антоним

subsidiary account

Смотрите также

debtors ledger control account; creditors ledger control account; cost ledger control account; stock control account; account; general ledger

Ορισμός

checking account
(checking accounts)
A checking account is a personal bank account which you can take money out of at any time using your cheque book or cash card. (AM; in BRIT, usually use current account
)
N-COUNT

Βικιπαίδεια

Private Account
| death_date = November 25,
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για private account
1. He‘ll have to rely on a private account all the time now.
2. Imfeld was convicted of transferring monies to both third parties and to his own private account.
3. Of course, it‘s possible that a private account might offset that factor – if an account‘s investments do particularly well.
4. But when insider chat about Downing Street family life is being peddled to fill a private account, then the office of prime minister is being used.
5. During this period, the branch managers of the bank where Hirchson had his private account asked him to cover overdrawn amounts in his account.
Μετάφραση του &#39private account&#39 σε Ρωσικά